- Ἀδώνειος
- Ἀδών-ειος, α, ον,A of Adonis,
κῆποι Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κῆποι Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀδώνειος — of Adonis masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδώνειος — ο (Μ ἀδώνειος, ον) [Ἄδωνις] βλ. αδώνιος … Dictionary of Greek
Ἀδωνείους — Ἀδώνειος of Adonis masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδώνεια — Ἀδώνειος of Adonis neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδώνειοι — Ἀδώνειος of Adonis masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)